- ήλωσις
- (-εως) η забивание гвоздей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ήλωση — η (Μ ἥλωσις) [ηλώ] το κάρφωμα νεοελλ. 1. ιατρ. η χρησιμοποίηση καρφιών ή μέσων με ανάλογο σχήμα, από ανοξείδωτο χάλυβα, για την αποκατάσταση τής συνέχειας ενός οστού που έχει υποστεί κάταγμα 2. σύνδεση λεπτών τεμαχίων μηχανής ή κατασκευής με… … Dictionary of Greek